αθαυματούργητος

αθαυματούργητος
αθαυματούργητος, -η, -ο και αθαματούργητος, -η, -ο
αυτός που δε θαυματουργεί: Άγιος αθαυματούργητος δόξα, τιμή δεν έχει (παροιμ. φρ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθαυματούργητος — η, ο [θαυματουργώ] αυτός που δεν θαυματούργησε ή δεν μπορεί να θαυματουργήσει, να κάνει θαύματα «άγιος αθαυματούργητος, τιμή δεν έχει» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”